Γιαλαντζί Ντουνιά
Να ΄σουν τάχα αγοράκι με πύρινα μάτια
βλεφαρίδες πελώριες που κατέβαζαν ίσκιο;
Στις ανταύγειες των φλόγινων βράχων
της άγνωστης πατρίδας σου;
Να σε λέγαν Αμέλ,να σε λέγαν Αμπτούλ,
Μήπως Ρέμο, Ναργκίς, Αραχίμ, Αραγκούς;
Μήπως κι ήσουν κορίτσι;Παιδούλα μακρύμαλλη
με κορακίσιους κότσους και μάτια πελώρια που
ήθελαν ν ΄αγκαλιάσουν τη γη... να διαβούνε τ΄αστέρια;
Ισως να σ΄έλεγαν Ζχράτ, Αναϊ,Ρεζαρμίτ,
Χαμπίμπα, Σαλαζέρ, Γκιουλντίν, Σαράχ, Ταλία...
Και πέρα απ ΄τη βροχή, δεν θα ΄χες ίσως ξαναδεί
της θάλασσας το άπλωμα τ΄απέραντο γαλάζιο
που καθρεπτίζει ουρανό, σιγολαλάει τραγούδια
εκείνα τα μακρόσουρτα του δοξαριού το δάκρυ
μελαγχολίας σούρουπα γιομάτα κόκκινο ουρανό
και νοσταλγίας ηχηρά που χάνονται στους βράχους
που πότε κάστρα άπαρτα και πότε γλυκοφίλημα
τ΄απόστερνου απαντοχή, στο πέλαο του πόνου.
Να μπόρεια να ταξίδευα στο δουλικό καράβι...
τα σάπια τα μαδέρια του γίναν γιοφύρι πλάνης,
κι άκουσες το τραγούδι τους και πίστεψες φτωχό μου,
το άσμα το σειρηνικό στ΄απόσωμα του δυόσμου.
Ενα μονάχα αληθινό ψιθύρισαν νανούρισμα,
θα σ΄έπαιρναν απ τη σκλαβιά στην αυγινή τη χώρα
που ήλιος δεν θα μάτωνε και στους πλατιούς τους δρόμους.
Παίζουν ανέμελα ξανθά λογής- λογής γιορντάνια
και το τραπέζι πλήμμυρα του χορτασμού μαγείες
επλήρωσες για να πνιγείς. Διπλή τιμή Ιούδα...
Να μπόρεια να ταξίδευα στο δουλικό καράβι
Μα όχι, όχι να σου πω για τη πανώρια χώρα
Δεν είναι χώρα αληθινή. Πλαστό τ΄ονείρου τάμα
πολύχρωμη μα χάρτινη, ψεύτικη πεταλούδα.
Να σ΄άκουγα να τραγουδάς, να σιγοψιθυρίζεις
στη γλώσσα σου την άγνωρη και στη τοπολαλιά σου
εκείνο το μυριόχορδο όταν σου τα ματόκλαδα
θ΄απ΄έγερναν στ΄απόυπνο στα σύνορα π΄άντάμωναν
της Ιωνίας τα νερά και τα βουνά της Ικαριάς
της Σάμος τα λιοφύτεμα, της Κως τ΄ανεμοδούρια
Κι΄ως θ΄ανασαίνεις απαλά να ταίριαζα σου στιχερό
ωδή να πεις, τραγούδι, ύμνους μακρόσυρτου ρυθμού.
Αρμονίες με πίφερα στου σαντουριού τον ήχο:
"Σ΄αγροίκησα π΄αρώτησες σε ποιό θεό πιστεύς...
και σφράγισες τα χείλη μου κι΄έκοψες την πνοή μου
και τι να πω. Πως να το πω. Και τι να μολογήσω...
πιστεύω σ΄Εναν π΄αγαπά. Αγάπη τον καλούνε.
Ξέρω και σένα σ΄αγαπά
κι΄είπε σε κάποιους να σε δουν,
κι ΄είπε σε κάποιους να στο πουν
κι΄αυτοί φαίνεται ξέχασαν.
Μη με ρωτάς
δεν θα σου πω , αν είμαι απ τους δικούς Του...
Ντρέπομαι
Κι ως τώρα αποκοιμήθηκες και δεν μπορείς.
Στο μάτι μου , παιδί , να δεις το παγωμένο δάκρυ.
ξέρω δικός μου ειναι Αυτός.
Μα γω πως να ταιριάξω λόγο να πω για τον λωτό,
στ΄αλήθεια αν αγαπώ Τον,
αφου σ΄εσένα λούλουδο δεν έδειξα αγάπη...”
Βάλτε στη μιά τσέπη του σακακιού μου μιά κούκλα
με μπούκλες πες ολόξανθες κι ατλάζινο φουστάνι
να χει το χρώμα τ΄ουρανού, της θάλασσας το χρώμα.
Στην άλλη τσέπη βάλε ένα αυτοκινητάκι
πολύρωδο, αστραφτερό, πελώρια λιμουζίνα
να πάω στο ακρόγυαλο, να βγω στο΄ρημονήσι
να τ΄απιθώσω στ΄άμουδο στο έρμο σου μνημούρι
και να κρατάω δυό φτηνά απόλουδα χειμώνα
να τα΄ριχνα μ΄ένα φιλί, της ενοχής μου κρίμα.
Να σ΄έλεγαν Αμέλ, Αραχίμ, Αραγκούς, μήπως Ρέμο,
Να σ΄έλεγαν Ζαχράτ, Αναί, Ρεζερμίτ ή Χαμπίμπα...
Μα όπως και να σ΄έκριναν, όπως κι αν σε καλούσαν
παιδί του τάφου στο νησί, παιδί, συγχώρεσέ με
Σ.Ι.Π.
|