Ν ο σ τ α λ γ ο ί
Ι
'' ε ξ ε δ ί ω ξ ε ν ''
Ξένοι εις τη πατρίδα μας, αλλοδαποί στη γή μας,
Απόκληροι στο είναι μας και στη κληρονομιά μας
Ζήτουλες της ελπίδας μας , μοιράδι της ψυχής μας
Αφώτιστο το βήμα μας σπαθί αποκοτιάς μας.
--.--
Δίχως αστέρι οδηγό, δίχως το φως της πούλιας
Διωγμένοι απ' το σπιτικό ζεστό το κεραμίδι
ούτε καπνό νοσταλγικό αγαπημένης ρούγας
Του Οδυσσέα ονειρικό στυφό σαν αγραπίδι.
--.--
Oλογυρνάμε αόμματοι Οιδίποδες αντάρας
Μια θέση στο Κεραμεικό, ταφόπετρα της λήθης
Ασωτοι, αναπολόγητοι, απόπαιδα κατάρας
Ψάχνοντας για Αυγερινό, απόξενοι μιας νίκης.
--.--
Αποκοτιά ασήκωτη και δίχως πισωστρέφι.
Ούτε ο σκύλος ο Θιακός να πεις πως μας θυμάται
Ούτε που μείναν σύντροφοι δάκρυ να στάξει νέφι
Κλειστός της Θήβας οδεμός και τ'όνειρο κοιμάται.
ΙΙ
'' φ υ γ ά ς ''
Φυγάδες, τρόμο σέρνουμε, σκιές της οικουμένης.
Τρέμουμε το απόσκιο μας, πώς θα διαβεί το βράδυ
Σαν ξημερώσει τρέχουμε- καρδιά πουλιού και τρέμεις -
Τρύπες της γής ο όρκος μας, φόβος θανάτου χάδι.
--.--
Φύλλο κουνιέται του δεντριού, σκιά περνάει δίπλα
Και της φυγής ξεσηκωμός, άδειο δισάκι ελπίδας
Οχεντρας γιοί θανατικού, στου φεγγαριού αχτίνα
Φευγιού βαρύς ο στεναγμός κρυφός της νυχτερίδας
--.--
Και πώς να φύγεις τη σκιά που σούρνεις σου ξωπίσω,
που η πνοή λες και φωνή κράζει την ενοχή σου
Του μερμιγκιού πατημασιά, φωτιά και να τη σβύσω
Φύλλο και πέφτει απ'το κλωνί κόβει και τη πνοή σου.
--.--
Αγρίμι και σε κυνηγούν, λιόντας παραμονεύει,
Ζαρκάδι τίγρης όρμητα, στη παγωνιά σπουργίτι
Μύρια αφτιά να αγροικούν και η σκιά να νεύει
Του στοχασμού τ'ανόμητα στου χείμαρου τη κοίτη.
ΙΙΙ
'' φ ω ν ε ί σ ε ''
Στης καταιγίδας τη νυχτιά στου άδη το μαγνάδι
Φώτισε ξάφνου αστραπή – πυρρό τ'αστροπελέκι -
Πες μυνητό, παρηγοριά, λόγος κεριού στο βράδυ
Κροκκάτη Ανοιξης αυγή, γιορτής το ντουμπελέκι.
--.--
Θα ξημερώσει άδυστος Δικαιοσύνης Ηλιος
Ξανά η γη στα χέρια μας, ξανά στις κατοικιές μας
Ο τρόμος, ξένος κι άγνωστος, θα βασιλέψει ο Κύριος
Περάσανε τ'αστέρια μας, λεύτερες οι καρδιές μας
--.--
Ατσάλινες και μπρούτζινες ρίξαμε τις καδένες
Στις γλάστρες με τα γιασεμιά, ριζά στα δαφνοδέντρια
Ροδόφυλλα και γιούλικες, μυριόχρωμες γαρδένιες
Κι ήρθανε νέφια νοτερά, ρυάκια χαμονέρια.
--.--
Η γη Μωάβ μας πότισε νερά, Μαρά κι αψίνθι
Ξαρμάτωσε η ελπίδα μας κι' έγινε ταφοπέτρες
Του άδειου τάφου φώτισε μενεξεδί το δείλι
Μαλαματένια ασπίδα μας, ουράνιες δόξας μέρες.
Σ.Ι.Π
|