Παράθεση αποσπασμάτων απο τις πρώτες σελίδες του βιβλίου που αναφέρεται στη ζωή του ανθρώπου που έφερε εις πέρας το έργο της μετάφρασης της Αγίας Γραφής στην απλή καθαρεύουσα , κόντρα στις επιθέσεις και την αντίδραση των ιεραρχών και του κλήρου.
Χαρακτηριστική η ρήση του απαντώντας σε πολέμιο της μετάφρασης της Αγίας Γραφής):
"Οστις εμποδίζει αυτήν (την μετάφρασιν των Γραφών), κλειεί την βασιλείαν τον Θεού έμπροσθεν των ανθρώπων καί υπόκειται εις το Ουαί, εις το όποιον κατεδίκασεν ό Κύριος ημών τους Γραμματείς εκείνους καί Φαρισαίους».
Ό Νεόφυτος Βάμβας υπήρξε ένας σπουδαίος κληρικός καί διδάσκαλος του Γένους. Υπήρξε ένας από τους μεγάλους συντελεστές της πνευματικής αναγεννήσεως του "Εθνους. Ήταν τέκνο της Χίου, της οποίας ή εισφορά στα γράμματα — με τον Αδαμάντιο Κοραή επικεφαλής — υπήρξε γενναία.Γεννήθηκε το 1770 στη Χίο καί το βαπτιστικό του όνομα ήταν Νικόλαος. Οί γονείς του, Ισίδωρος καί Σταματού, ήταν πένητες, αλλά πλούσιοι σε ευσέβεια και αρετή. Καί αυτοί συνέτειναν πολύ στη φιλομάθεια του μικρού Νικολάου με τίς φρόνιμες καί ακατάπαυστες συμβουλές τους....
Το 1804 αναγορεύθηκε μέλος της Πατριαρχικής Ακαδημίας.
Το ίδιο έτος 1804, άφού κατόρθωσε να εξοικονομήσει 2000 γρόσια, πήγε στο Παρίσι για ευρύτερες σπουδές.
"Εκρινε ότι «καλύτερα όψιμαθής παρά άμαθης». Εκεί γνωρίστηκε με τον σπουδαίο συμπατριώτη του Αδαμάντιο Κοραή. Ό μέγας σοφός βοηθήθηκε από τον Νεόφυτο στίς τυπογραφικές διορθώσεις των έργων του καί υποστήριξε τον φιλότιμο συμπατριώτη του ηθικώς καί ύλικώς. Κυρίως τον οδήγησε στη μελέτη.
...
Στό Παρίσι ό Βάμβας επιδόθηκε στη σπουδή της Φιλοσοφίας, της Φιλολογίας καί των Φυσικών Επιστημών. Συγχρόνως εισήλθε στον φιλικό κύκλο του Κοραή. Μετέσχε ενεργώς στίς συζητήσεις για τη γλώσσα καί υποστήριξε τίς γνώμες του Κοραή υπέρ της απλής καθαρευούσης. Εκεί, με συνδρομές των ομογενών, τύπωσε καί την «Ρητορικήν» του.
Είναι φανερό ότι ό Κοραής καλλιέργησε στον Βάμβα καί το ζωηρό ενδιαφέρον για τη μετάφραση της Αγίας Γραφής στη νεοελληνική καί προσπάθησε να τον φέρει σε επαφή με τη Βρετανική Βιβλική Εταιρεία.
......
Το 1828 ό δάσκαλος προσκλήθηκε να εγκατασταθεί στην Κέρκυρα. Εκεί διορίστηκε καθηγητής της Ιονίου Ακαδημίας — του πρώτου τούτου ελληνικού Πανεπιστημίου. Συγχρόνως ανέλαβε καί έφορος (διευθυντής) του εκεί Ίεροσπουδαστηρίου, της Ιερατικής Σχολής, όπως θα λέγαμε σήμερα.
Στήν Κέρκυρα βρήκε την ευκαιρία να εκδώσει τα νέα βιβλία του — όπως το «Συντακτικόν» — καί να έπανεκδώσει τα παλαιά.
Εκεί άρχισε να ασχολείται καί με τη μετάφραση της Αγίας Γραφής — το μεγάλο αυτό έργο της ζωής του.
Εκείνη την εποχή (περί το 1829) ή Βιβλική Εταιρεία αποφάσισε να εγκαταλείψει την παλαιά αναθεωρημένη μετάφραση της Καινής Διαθήκης στη νεοελληνική (του 1638), αλλά να παραμερίσει καί την τότε πρόσφατη μετάφραση της Αγίας Γραφής, πού είχε φιλοτεχνήσει ό Ίλαρίων, Μητροπολίτης Τυρνόβου Βουλγαρίας.
.....
Ή Βιβλική Εταιρεία ήθελε τώρα μια εντελώς νέα μετάφραση της Αγίας Γραφής. "Ηθελε, στο έργο αυτό, ή μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης να γίνει από το εβραϊκό αρχέτυπο, καί όχι από τη μετάφραση των «Έβδομήκοντα» (πού είναι όμως ή επίσημη Βίβλος της Ανατολικής Εκκλησίας). Ήθελε επίσης ή μετάφραση να γίνει σε μια απλή καθαρεύουσα, κατά τις απόψεις του Κοραή, καί όχι στην «άπλοελληνική» των χρόνων της Τουρκοκρατίας. Στό έργο αυτό δέχτηκε να πρωτοστατήσει ό Νεόφυτος Βάμβας με ορισμένους συνεργάτες. Καί άρχισε αμέσως την εργασία.
Ή έκδοση της μεταφράσεως άρχισε τμηματικά. Το 1831 εκδόθηκε το βιβλίο των Ψαλμών του Δαβίδ. Το 1833 κυκλοφόρησε ή Πεντάτευχος καί το βιβλίο του Ίησοϋ του Ναυή. Ακολούθησε, το 1834, το βιβλίο του Ησαΐα.
Από τους πρώτους πολεμίους του Βάμβα ήταν ό ίεροκήρυξ Γερμανός, ό όποιος εξέδιδε καί ένα περιοδικό με τίτλο «Ευαγγελική Σάλπιγξ».
Ό Βάμβας έσπευσε να απαντήσει (το 1834) στους πρώτους πολεμίους του με μια έπιστολιμαία διατριβή. Καί στο τέλος της απαντήσεως του έκανε την έξης δήλωση:
«Κηρύττω δε ένταυτώ δτι αυτή είναι ή πρώτη καί τελευταία άπάντησις, διότι ούτε αι άσχολίαι μου, ούτε ή κατάστασις της υγείας μου, με συγχωρούν να έμβαίνω εις τοιούτους αγώνας».
Που να ήξερε δτι δεν επρόκειτο να ησυχάσει από τίς επιθέσεις εναντίον του, για το θέμα της μεταφράσεως της Αγίας Γραφής, μέχρι το τέλος της ζωής του!
......
ό Βάμβας τόνισε καί τα έξης (απαντώντας σε πολέμιο της μετάφρασης της Αγ Γραφής):"Οστις εμποδίζει αυτήν (την μετάφρασιν των Γραφών), κλειεί την βασιλείαν τον Θεού έμπροσθεν των ανθρώπων καί υπόκειται εις το Ούαί, εις το όποιον κατεδίκασεν ό Κύριος ημών τους Γραμματείς εκείνους καί Φαρισαίους».
Τη μετάφραση (καί κυρίως τη μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης από το εβραϊκό αρχέτυπο) αποδοκίμασε, αλλά με τρόπο ήπιο, καί ή πενταμελής Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος (το 1835). Το κείμενο αυτό, αναγκάστηκε να συνυπογράψει, ως γραμματέας της Ιεράς Συνόδου, καί ό Αρχιμανδρίτης Θεόκλητος Φαρμακίδης, πού ήταν δυναμικός υποστηρικτής της μεταφράσεως της Αγίας Γραφής. (Ό Φαρμακίδης προσπάθησε αργότερα να δικαιολογήσει αυτή την υπογραφή του).
Τον Ιούλιο του 1836 ή Ιερά Σύνοδος των Αθηνών ζήτησε εξηγήσεις από τον Βάμβα για το ζήτημα της μεταφράσεως της Αγίας Γραφής. Αυτός απάντησε με θάρρος αλλά καί σεβασμό. (Χ. Παπαδοπούλου, Ιστορία της Εκκλησίας της Ελλάδος, σ. 212).
Δυναμικός πολέμιος της μεταφράσεως — καί κάθε μεταφράσεως — αναδείχτηκε ό Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριος ό ΣΤ'. Αυτός κατά την περίοδο 1835-1840 έδρασε εναντίον όλων των έτεροδόξων καί της Βιβλικής Εταιρείας. Το 1836 κυκλοφόρησε μια πολυσέλιδη συνοδική εγκύκλιο κατά των Διαμαρτυρομένων ιεραποστόλων πού δρούσαν στην Ανατολή καί της Βιβλικής Εταιρείας, χρησιμοποιώντας γλώσσα πολύ σκληρή καί αυστηρή, καί έφθασε σε μεγάλες ακρότητες καί υπερβολές. Καταδίκασε κάθε μετάφραση της Αγίας Γραφής (καί κυρίως τη μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης από το εβραϊκό αρχέτυπο). Καταδίκασε ακόμη καί τίς μεταφράσεις της Αγίας Γραφής στην τουρκική, σερβική, βουλγαρική και αραβική γλώσσα... (Ί. Καρμίρη, Τα δογματικά καί συμβολικά μνημεία της Όρθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, σ. 871-892).
|